- ολυνθηφόρος
- ὀλυνθηφόρος, -ον (Α)βλ. ολυνθοφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλυνθηφόρου — ὀλυνθηφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολυνθοφόρος — ὀλυνθοφόρος και ὀλυνθηφόρος, ον (Α) αυτός που έχει άγουρα ή πρώιμα σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυνθος «άγουρο σύκο» + φόρος*] … Dictionary of Greek